|
мастерить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мастерить? — μαστρολογάω как с (ново)греческого переводится слово μαστρολογάω? — мастерить — μετρίασμα — βιβλιοσυλλέκτης — θροώ — Μαλτέζος — ξηρόπισσα — ασπλαχνιά — αφυσητός — οδοκαθαρίστρια — διαρρηκτός — αμφιμήτριος — μακροκατάληκτος — αντιμιλιταρισμός — γλυκαισθησία — αλληλοσκοτώνομαι — ζεύξη — μετάνοια — συζητήτρια — ξερατό — μαντίλι — σκυλομούτσουνος — ξεχαρβαλωμένος |
|||