|
αόρ. от τίκτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έτεκον? — — εισπράκτορας — ισάξιος — συνεπαίρνω — αδιαμέλιστος — πισωγυρίζω — εξαιρέσιμος — ορμέμφυτο — νεραϊδοπαρμένος — λευκοϊκτίς — ουσιοεξάρτηση — τζιράρω — εγκοχλίωση — κομμούνι — θολερότητα — εξοντώνω — μαλαϊκός — πούτσαρος — αβροδίαιτος — ερωταπόκριση — μαγγάνιο — παρορμάω |
|||