|
пахать землю #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пахать землю? — ζευγαρίζω как с (ново)греческого переводится слово ζευγαρίζω? — пахать землю — σμαραγδί — ανήκεστος — μαραθωνομάχος — μπουζουκίστας — βενζόλιο — δαντελλένιος — δενδρώδης — συμφιλιώ — επιβατικό — αιμοσπερμία — τροχασμός — φούντι — δωδεκαπλος — μαστοφόρος — δακρυογόνο — μαντεία — σακαράκα — σκολόπενδρα — έμαθα — ανοιχτήρι — θαλασσόφυτα |
|||