|
остальной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остальной? — υπολειπόμενος как с (ново)греческого переводится слово υπολειπόμενος? — остальной — θεολογικός — λάθρα — αστακοουρά — κοκάλωμα — δαμίαστής — λεπτοτομία — γιδιά — πιτηδειοσύνη — κουφόνοια — φλεβοκομβικός — χλώρη — αξεσήκωτος — κολλογόνος — γαρουφαλόλαδο — παρελθόν — καυσόξυλα — αμύγδαλο — διάπηξη — εξιδανικεύω — υφήλιος — αντάμειψη |
|||