|
η 1) кружевница; 2) продавщица кружев #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кружевница? — δαντελλού как на (ново)греческом будет слово продавщица кружев? — δαντελλού как с (ново)греческого переводится слово δαντελλού? — кружевница, продавщица кружев — τροποποιούμαι — πασσαλόπηγμα — παρασιωπάω — αγριόρεμα — μοναδισμός — γελαδήσιος — λαοπρόβλητος — συγκάτοικος — αρθρίτιδα — ολοκληρωμένος — ημιεπίσημος — διατιμητής — λεπτόκοκκος — ληγμένος — ξεροστάλιασμα — υαλογραφία — μπούχισμα — δημοσιοποιώ — τσοχένιος — λιθόπλινθος — σκίαστρον |
|||