|
ο саман (из глины, перемешанной с травой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово саман? — χορτόπλινθος как с (ново)греческого переводится слово χορτόπλινθος? — саман — γαλιάνδρα — τζοβαϊρικά — αλειτουργησία — τροπωτήρ — αποφλεγμαχισμός — σκαμπιλίζω — εγκληματολόγος — απανθράκωση — μαροκίνο — στράγγισμα — ηθικό — πλάνια — αμασκάλη — αποσώζω — κελαρυστός — οινοπαραγωγή — άλευρο — χορεύτρα — γεβεντισμένος — υπουλότητα — δυναμογόνος |
|||