Новогреческий словарь
ερημιτισμός
ερημιτισμός
ο
отшельничество
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отшельничество
? —
ερημιτισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερημιτισμός
? — отшельничество
#
(ново)греческий словарь
—
πληγωμένος
—
κατευθυντήριος
—
ανεκδίκαστος
—
σέσκλο
—
χιονοσκεπής
—
μύδρος
—
κερασής
—
σηματολογώ
—
αγκύλη
—
θήκη
—
σκόρδο
—
σπούδασμα
—
κατασταλτικός
—
νηστήσιμος
—
σταθμαρχείο
—
καλόψυχος
—
βρίζομαι
—
εντρόπιασμα
—
πιές
—
απροπαρασκεύαστος
—
χορτόσουπα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве