|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γράσο? — — γυφτίλα — επαμειβόμενος — ψυχοσωτήριος — παγγερμανισμός — ζαλικώνω — χαρουπόψωμο — σφίγγω — αποβλακωτικός — αντιαλκοολικός — ενδοκρινικός — πλεκτική — αδιασαφήνιστος — διπλωματία — σημαιοστολίζω — βωλοστροφία — ύδραρθρος — λοξοβλέπω — καλησπερίζω — αντιμιλιά — διακυλίω — γρανιτόστρωση |
|||