Новогреческий словарь
γονιασμένος
γονιασμέν|ος
заполненный яичками
(о сотах)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заполненный яичками
? —
γονιασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γονιασμένος
? — заполненный яичками
#
(ново)греческий словарь
—
γυαλικά
—
καλοαρέσω
—
εισηγησάμην
—
γκαρλέφας
—
ανέμποδος
—
άκρος
—
φαρμακίλα
—
πρεζάρω
—
εφτάδιπλος
—
γαλακτοποίηση
—
αναχώνω
—
βιοηλεκτρισμός
—
χωρατά
—
νευροπαθολογικός
—
αγρονομία
—
αμασκάρευτος
—
απόμακρα
—
ξεμοναχιάζομαι
—
φτωχοποιώ
—
κομπανιαμέντο
—
χιλιμιντρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве