|
заполненный яичками (о сотах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заполненный яичками? — γονιασμένος как с (ново)греческого переводится слово γονιασμένος? — заполненный яичками — αποχαλινωμένος — κοινολογία — λεβεντόκορμος — γουρουνοπούλα — φιλόφρων — μεταφυσική — μπαρουτιάζω — εκτοπισμός — σύνυγρος — συγκαταρίθμηση — μουσακάς — προγραμματίζω — χάραξη — αιμάτωση — αφομοιώσιμο — απαράδεκτος — εξεπλάγην — ξινίζω — σταντζιέρα — χνουδερός — σώφρων |
|||