|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατανεμημένος? — — ιμπρεσσιονίστρια — μαχαιράς — χαμογέλασμα — εβδομηκοστός — λησμονιά — κρεατάκια — εγγυοδότης — ατζαμίδικα — άνεργος — περιφρονητός — αξιόπρεπα — σεισμολογία — θεώμοι — ημιταξιαρχία — εκλεπίζω — δακρυαγωγός — ελατόπισσα — απολωλαίνω — ζαχαρίνη — εκτομίς — παροχετευτικός |
|||