κατανεμημένος

формы словаβ
κατανεμημένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κατανεμημένος? —


ιμπρεσσιονίστριαμαχαιράςχαμογέλασμαεβδομηκοστόςλησμονιάκρεατάκιαεγγυοδότηςατζαμίδικαάνεργοςπεριφρονητόςαξιόπρεπασεισμολογίαθεώμοιημιταξιαρχίαεκλεπίζωδακρυαγωγόςελατόπισσααπολωλαίνωζαχαρίνηεκτομίςπαροχετευτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit