|
геом. дополнительный; ~ές γωνίες — дополнительные углы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дополнительный? — παραπληρωματικός как с (ново)греческого переводится слово παραπληρωματικός? — дополнительный — οσάκις — πάλιωμα — ανιχνευτός — βουλωμένος — φυρί-φυρί — αυτοδιοίκηση — τσαπού — προσάρτημα — ανθοβολία — διαβολεύω — καφετής — εντομοκτόνος — σύμφωνο — ατσαλώνω — τάδε — φρουκτόζη — γρίλλωμα — πλούτος — αιτιοκρατία — πηγαίνω — ψαθωτός |
|||