Новогреческий словарь
αρχοντοχωριάτισσα
αρχοντοχωριάτισσα
η 1)
богатая крестьянка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
богатая крестьянка
? —
αρχοντοχωριάτισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρχοντοχωριάτισσα
? — богатая крестьянка
#
(ново)греческий словарь
—
πτυκτός
—
καϊσιά
—
οινοποιία
—
γιόμα
—
ξηροστομία
—
φωτάω
—
μονόγαμος
—
συνήθειο
—
αζόριστος
—
καλυκοποιείο
—
μεταφορικώς
—
αλανοπερίστερο
—
άθαπτος
—
πυγμαχώ
—
μισογύνης
—
ανεπίτευκτος
—
ομιλητικός
—
όμμα
—
δεκάδα
—
λίμασμα
—
ανασκολοπίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,