|
рассёдланный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассёдланный? — ξεσέλλωτος как с (ново)греческого переводится слово ξεσέλλωτος? — рассёдланный — ορθοπεδική — διυφαίνω — τρίχωση — λάσκα — άξιος — εκλογοδικείο — αντανακλαστήρας — αδιαχωρήτως — εξοδιαστής — ελαιοπυρήνας — κλώζω — Κορεάτης — περιυβρίζω — Κόπτης — μαχοιροποιός — σπασμωδικως — παραθερίστρια — πηδηξιά — αρνοκοπάδι — τελευταίος — ζαχαροκαμωμένος |
|||