|
η старуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старуха? — γερόντισσα как с (ново)греческого переводится слово γερόντισσα? — старуха — γελαστής — προίκιση — βιράνι — τοξάριον — χειλάκι — εξηνταρίζω — διφθερικός — βιβλιοφυλάκιον — επικοινωνιολογία — γιορμάς — τριτώνω — ρωπογραφία — αγριόγατα — μπιρμπιλωτός — ακληρονόμητος — εξαϋλωτικός — μακρομικρόμετρο — εσωφόριον — ποτιστήρι — φετιχιστής — κακοσούρης |
|||