|
ο анат. пуп, пупок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пуп? — αφαλός как на (ново)греческом будет слово пупок? — αφαλός как с (ново)греческого переводится слово αφαλός? — пуп, пупок — βαρυπενθής — απεργοσπάστρια — φουσκάλιασμα — τοιχοκολλάω — δύσνους — κρεατοφάγος — θαυμαστός — χαλικοπαγές — απασχολημένος — κολλοδιοχάρτης — εφοδραργύρωση — λησταποδόχος — αναστηλώνω — κουρμπάτσι — άφραγκος — ετεροειδής — κλινοσκέπασμα — αδιάρπαστος — καπετάν — φάσμα — γουρουνομάντρι |
|||