|
η мин. горный лён, асбест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горный лён? — βαμβακόπετρα как на (ново)греческом будет слово асбест? — βαμβακόπετρα как с (ново)греческого переводится слово βαμβακόπετρα? — горный лён, асбест — ψευματίζω — Γιούνης — επαλλαγή — φαινομενολογία — χιονόβολο — λουρόπετσο — γελασηνός — αεριοειδής — αλεξίφλογον — ξαναπληρώνω — τιτλομανής — ταχινή — απερδίκλωτος — μετροφωτογραφία — τσούπρα — άταφος — όργος — παριστορώ — ξενία — βωντεβίλλ — μεσακός |
|||