|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαράθρωση? — — ψάχνομαι — γελασμένος — μοιάζω — σωμασκία — αθεάτριστος — συμβατός — αυγινός — διμηνίτης — παρεστώς — ομοφυλοφιλία — γλωσσολογώ — προτεσταντικός — χάριν — πρίγκιψ — αφηνιάζω — γιορταστικός — διημερεύω — κατάπηγμα — δρομίτικος — σταθμοδείκτης — ηλεκτραρνητικός |
|||