|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ράισμα? — — απειράριθμος — μπούρμπερη — κοινότοπος — αεροδόκη — καλοστεκούμενος — κρυφά — κρυοπαγώ — χτιστός — δόχτορας — σπίλος — γρηά — ντεμπραγιάζ — ακροκυάνωσις — μπεκροπίνω — αποκλειστικότητα — κατολισθαίνω — μανιώνω — νοητός — απομάζωμα — αψιθυμία — διάψευση |
|||