|
допускать анахронизм; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово допускать анахронизм? — αναχρονίζω как с (ново)греческого переводится слово αναχρονίζω? — допускать анахронизм — πηδώ — λαρυγγισμός — γοήτευση — αφέντισσα — εξονυχισμός — ηχερός — ψιλοχάραγος — παζαριλίκι — αερόσκαλα — βλασταίνω — χειλάς — αχυρόπλεχτος — λακκίσκος — ψεκτικός — συντομογραφικός — ανατρίχιασμα — φωτομετρώ — μονόστηλος — κομμούνα — μισεμένος — κλαυθμών |
|||