Новогреческий словарь
αναχρονίζω
αναχρονίζω
допускать анахронизм
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
допускать анахронизм
? —
αναχρονίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναχρονίζω
? — допускать анахронизм
#
(ново)греческий словарь
—
δελέασμα
—
οινοπνευματοποιός
—
βουλγάρα
—
θερμασμένος
—
συνηλικιώτις
—
σαγηνευτικά
—
γειτονόπούλα
—
περιποιούμαι
—
υποπράκτορας
—
κλώστρια
—
ανθοκλώνι
—
συγχωνεύω
—
καπνεργατικός
—
γλυκόζωος
—
σεφέρι
—
ξεσκοτίζομαι
—
αμμουδιάτικο
—
μεταφραστικός
—
κλονισμός
—
πολυμορφικό
—
εξωκοινοβουλευτικές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,