|
мокрый, смоченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мокрый? — βρεκτός как на (ново)греческом будет слово смоченный? — βρεκτός как с (ново)греческого переводится слово βρεκτός? — мокрый, смоченный — χάλυβας — αδελφοκτόνος — τεντωτήρας — παρακλητικός — αγελαδάρισσα — άγρια — φωτόλουτρο — ιδιωτεία — αναπληρώτρια — μερικεύω — αρθριτικά — ξυλόσπιτο — πηδαλιουχία — σχιζοειδής — διαζευγνύω — αρτιμελής — επόπτης — ολόγυμνος — αποσούρνω — νεκροφόρα — αυτοκριτικά |
|||