|
ο исследователь старины #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исследователь старины? — αρχαιοδίφης как с (ново)греческого переводится слово αρχαιοδίφης? — исследователь старины — ξεσυνέριση — νότα — μπαρμπουνοφάσουλο — ξαναμώραμα — παναθηναϊκός — ομολογιακός — φιλάσθενος — εξουθένωμα — ξανθιά — αναδωμός — ξιπασμένος — ολόγδυμνος — αραθυμιά — μεσόβαθρο — σελιδοποιημένος — ταυτότητα — ακύλιστος — άντρακλας — σκάλευθρον — απροβίβαστος — δόσια |
|||