|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινόφλυξ? — — ζωγραφική — αποκοπή — Μαυρογένης — λήγων — αλλοδοξία — φασίνα — βοναπαρτισμός — ειδοποιούμαι — αιματοθεραπεία — αιμόσταση — φορτηγίδα — παράλογο — εξυψώνω — λιάζω — αμυγδαλόπηκτο — παντοπώλις — εντούτοις — ξαναγκάζομαι — συζήτημα — λιθοκόλλητος — βρουχισμός |
|||