|
αόρ. от διαπηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέπηξα? — — γλυκοκελαηδώ — οφιολάτρης — ανάπαρτος — γιδοβοσκή — χαλκοχυτικός — ενηλικιότητα — ανάσυρτος — βραστήριον — ανεξερνω — ονομαστεί — αυτοκυβερνησία — γούβαθος — κατενθουσιασμένος — τίτθη — προμάμμη — χιλιάδα — θύρα — άμοιαστος — ισπανικά — ταξιαρχία — ανήκω |
|||