|
το прям., перен. мёд; ~ αλιφασκήσιο — липовый мёд; σταφύλια ~ — виноград сладкий как мёд; τά λόγια του είναι ~ — [phrase]речи у него медовые[/phrase]; η γλώσσα του στάζει ~ — [phrase]его уста источают мёд[/phrase]; === ο μήνας τού ~τος — медовый месяц; όλα ~ γάλα — [phrase]все скандалы уже позади, они уже примирились; всё теперь улажено[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мёд? — μέλι как с (ново)греческого переводится слово μέλι? — мёд — αρέσω — ρακοφόρος — φαγώθηκα — τσαχπίνης — τραγανό — ξεφτίλα — αργατικό — αντιβαλλόμενον — αρμονικός — εμπότιση — θοπτικά — ασπάραχτος — ντύσιμο — πυρασφάλεια — θάφτης — διαμετρητήρας — σπλαχνικά — απεριγέλαστος — γομάρα — ανατεθειμένος — λαλές |
|||