|
1) не отплывший (о судне); 2) не поднятый (о якоре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не отплывший? — ασαλπάριστος как на (ново)греческом будет слово не поднятый? — ασαλπάριστος как с (ново)греческого переводится слово ασαλπάριστος? — не отплывший, не поднятый — ανθρωποσωτήριος — σκωληκοειδίτιδα — ανωκάτω — διερμηνεία — ισχυρογνώμονας — ετερόδοξος — κλωστοϋφαντήριο — ευπρεπής — εμπυρεύω — μοναχικότητα — αναπληρώσιμος — ενόστωση — ατερμάτιστος — βυρσοδεψείο — ενώ — θυμίαμα — καφεδάκι — αδάνειστος — δεξαμενή — ψαρωμένος — αγεννη |
|||