|
αόρ. от αποθνήσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απέθανον? — — νευρικός — ψες — πηρόπους — Εσθονή — ιστοθέτηση — αρσενικώδης — δαμασκηνέα — παραπονεύομαι — ελαιοπερίβολο — σχοινοκλίμαξ — παροξύνω — κλωστήριο — σαφήνιση — λιμνοθάλασσα — επτακοσαριά — επάλλαξη — χαλκοχυτική — παραλληλογράφος — περίθλαση — αποκτιέμαι — απηλλαγμένος |
|||