απέθανον

формы словаβ
απέθανον
αόρ. от αποθνήσκω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово απέθανον? —


νευρικόςψεςπηρόπουςΕσθονήιστοθέτησηαρσενικώδηςδαμασκηνέαπαραπονεύομαιελαιοπερίβολοσχοινοκλίμαξπαροξύνωκλωστήριοσαφήνισηλιμνοθάλασσαεπτακοσαριάεπάλλαξηχαλκοχυτικήπαραλληλογράφοςπερίθλασηαποκτιέμαιαπηλλαγμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit