|
(αόρ. συνέζησα) сожительствовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сожительствовать? — συζώ как с (ново)греческого переводится слово συζώ? — сожительствовать — ταραμοσαλάτα — ισχυροί — άφθαστος — προικιάτικος — ρουπακιά — ρέκβιεμ — προβατάρης — μονοθεσίτης — αντίφεγγο — επιλοχίας — ρετζέλι — φορτσαρισμένος — κολύμπι — λαοκράτης — τσαχπινογαργαλιάρης — θαμνώνας — οθωμανικός — μεγαλούργημα — διθάλαμος — ανακοινώνω — υλικός |
|||