|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαιμόκοψη? — — μολυβιά — μυασθένεια — αποκοιμάμαι — — κακολογία — βεβαιότητα — εκνίτρωσις — μαυροντυμένος — νόθον — γαλίφικος — τσόντα — όρνιθα — κατάμακρα — τόρνευση — δεξής — επιβλητικότητα — μαντζούνι — κειμηλιάρχης — καροτόσουπα — περιστρέφομαι — επινεφριδικός |
|||