|
η занятие, работа; ~ εις τήν συλλογήν γραμματοσήμων — коллекционирование марок; ~ εις — или μέ σοβαράς μελετάς серьёзная исследовательская работа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово занятие? — ενασχόληση как на (ново)греческом будет слово работа? — ενασχόληση как с (ново)греческого переводится слово ενασχόληση? — занятие, работа — πρωτοτρώγω — παλληκαράς — βουτηγμένος — πολιτειολόγος — δημόσια — ολόμπροστα — αμποριάζω — απογοητευμένος — δικτατορικός — μπίτι — συχνάκις — ατσίγαρος — πυρόλιθος — αποδόχος — μεταναστεύω — μύγδαλο — γαλιουρίζω — Ιαπετός — ζέγουνα — καταγραφή — καταπινάρι |
|||