|
продолговатый, удлинённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продолговатый? — επιμήκης как на (ново)греческом будет слово удлинённый? — επιμήκης как с (ново)греческого переводится слово επιμήκης? — продолговатый, удлинённый — τους — πάππος — ακαταλόγιστο — εμπαικτικός — τεμάχιο — αλογόνος — απολλοτριωτός — ξεκάθαρος — δραματοποιώ — διαπιστωτικός — θέλοντας — εκτουρκίζω — οιστρογόνο — σιδηρουργείο — ρητίνη — στραβοχυμένος — τρεχάλα — εξοχάδα — επικοπίς — φούσκωση — υδρομετρία |
|||