|
το инстинкт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инстинкт? — ορμέμφυτο как с (ново)греческого переводится слово ορμέμφυτο? — инстинкт — ουτιδανότητα — αγορητής — συμβιώνω — μυστήριος — συχωριανή — πελαγωμένος — ποικιλομορφία — λιθοθρυψία — ξερριζώνομαι — εμπυρευματίζω — αγγρισμός — βατίστα — μουσουργώ — χιονιάς — μάζωμα — χολεριώ — γαλάκτωση — αντικατάταξη — διαφθορεύς — λατινικά — ρωγοβύζι |
|||