|
(αόρ. διεσήμανα, παθ. αόρ. διεσημάνθην) знаком извещать, сообщать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знаком извещать? — διασημαίνω как на (ново)греческом будет слово сообщать? — διασημαίνω как с (ново)греческого переводится слово διασημαίνω? — знаком извещать, сообщать — διαβάθμιση — δερματουργία — εξαγοράσιμος — αγιωσύνη — εννεάγοινος — προεπίδοση — ιδιοσύστατος — αινέσιμος — ποκάρι — ψευδόχρυσος — εκθαμβωτικός — αγγαρεύω — ακτινεργία — νησιώτης — σύγκλυση — αντρούλης — αγουρογεράνω — αναφορά — συμμετοχή — σπαράγγι — συστρατιώτης |
|||