|
пассажирский; ~ή αμαξοστοιχία — пассажирский поезд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пассажирский? — επιβατικός как с (ново)греческого переводится слово επιβατικός? — пассажирский — Σμαρώ — τετράμηνο — σιτηρέσιο — θυμόσοφος — αυτόγραφο — κωλοτρυπίδα — μπουά — γραῒδιο — παρασιωπώ — σαβάλη — χοροπηδητό — ζητάω — βαριοκαρδίζω — γραφιδοθήκη — αφτρα — μυριοστός — αλληλοσεβασμός — γυμναστής — χηρευάμενη — δεξιοτέχνις — αποσυμπλέκω |
|||