|
ο архит. розетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово розетка? — ρόδακος как с (ново)греческого переводится слово ρόδακος? — розетка — παρηγορίητής — τυμπανιαίος — ριζώννομαι — περίχαρος — δρεπανιστής — σιγάρο — στυπτηρία — εριοφόρος — επικρεμάμενος — κιθαρίστας — διαξαίνω — εκατοστή — λογόρροια — εγείρω — πτόλεμος — πολιτικομανία — δυσθερμαγωγός — αβδέλλα — ανακαταγραφή — ασπόνδυλα — τροχοπέδιλο |
|||