Новогреческий словарь
διπλασιασμένος
διπλασιασμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπλασιασμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επιδοτήριο
—
εδώλιο
—
αποθαρρυντικός
—
ιππεύω
—
υπνοβατικός
—
ριζίδιον
—
μικροβιοφάγος
—
φαρμακοθεραπεία
—
κατουρολάγηνο
—
κορεσμός
—
ανέντιμος
—
παλιοπαλιάνθρωπος
—
άγροικος
—
κωδωνοκρουσία
—
αλεηλάτιστος
—
ακορντεονίστρια
—
ξεφορτώνομαι
—
ελεγκτήρας
—
τέταρτος
—
απλουστεύομαι
—
αμάραντος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,