|
мужать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужать? — ανδρώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ανδρώνομαι? — мужать — γουργουρίζω — άρμα — μοναχοθυγατέρα — ξηρόφυτα — δεψικός — προτροπάδην — λιόκλαδο — δημεγέρτης — σπογγογενής — ερρηξα — μαβής — προίκιση — μικροαστός — τριακοσαριά — αφώτιστα — μειδιώ — στερεύω — αναμονή — πανουκλιάρης — έρβιον — λιανοπουλώ |
|||