Новогреческий словарь
μορφολογία
μορφολογία
η в разн. знач.
морфология
;
~ τού εδάφους — рельеф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
морфология
? —
μορφολογία
как с
(ново)греческого
переводится слово
μορφολογία
? — морфология
#
(ново)греческий словарь
—
πνευματώδης
—
ακατασκεύαστος
—
συγκεντρώνω
—
καντήλι
—
προικοσύμφωνο
—
εντείχιση
—
ψυχολατρία
—
δίψυχος
—
ανταλλακτικός
—
στάλθηκα
—
κλεψιμιός
—
επίατρος
—
λεύτερος
—
γένος
—
Σκωτσέζος
—
προσάπτω
—
θελκτικότητα
—
εντράπηκα
—
τσιχλογέρακο
—
πολιομυελιτικός
—
μερίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве