|
η в разн. знач. морфология; ~ τού εδάφους — рельеф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морфология? — μορφολογία как с (ново)греческого переводится слово μορφολογία? — морфология — οστεόφθιση — πολύζυγο — αυτοκρατορία — κατατρίβω — ψεύδισμα — αναρριχητής — εσεβάσθην — διαμαντοχρώματα — ραδιοτηλεπικοινωνία — κουτσοπίνω — μεσοσαράκοστα — πυροβολείο — ραδιογραφία — επάρατος — τάξη — διάσφιγξη — εξωφυλλίζω — όμικρον — συμβατότητα — μισανοιχτός — χρησμολογώ |
|||