|
παθ. αόρ. от συμπηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεπάγην? — — εγκυκλοπαιδικότητα — ηδονιστικά — γουρλίτικος — ραιβόκρανο — ρεζεδάς — μελανοχίτων — επιπεδόκυρτος — αντιμολία — άφρυδος — κοτσαύτης — λυσσασμένος — γλυκασιά — αχελώνα — βάτος — σωμάτιο — υποχείριο — οσφύς — απόκαφτρο — αγκυροβολώ — μωαμεθανός — σχωρεμένος |
|||