Новогреческий словарь
ελαύνομαι
ελαύνομαι
быть движимым
(чём-л.);
~εται υπό του κέρδους — [phrase]им движет жажда наживы[/phrase]
;
αυτός ~εται υπό του πάθους — [phrase]им движет страсть[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быть движимым
? —
ελαύνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαύνομαι
? — быть движимым
#
(ново)греческий словарь
—
αρμόνιο
—
πανηγυρτζής
—
κολυμβήτρια
—
αεροηλιόλουτρο
—
χοντρουλός
—
παρέασις
—
βαφτιστήρι
—
βερεσέδια
—
νιχιλιστής
—
ακόλουθο
—
ανεπικερδής
—
εντούτοις
—
ξεγνοιάζω
—
επισκύνιον
—
πασσαλείβομαι
—
διηλεκτρικότητα
—
σιδηροδέσμιος
—
ανιχνευτικά
—
αθυρματοποιία
—
ναυτόπουλο
—
αλκαλιμέταλλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве