Новогреческий словарь
αδαμιαίος
αδαμιαί|ος
уст.
адамов
;
εν ~αία περιβολή — в костюме Адама
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
адамов
? —
αδαμιαίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδαμιαίος
? — адамов
#
(ново)греческий словарь
—
καταμόσχευσις
—
αποσάπισμα
—
φωτονεφέλη
—
διερευνητικός
—
ισώ
—
προσχώνομαι
—
σταχτώνω
—
φιλόκαλος
—
τσερότο
—
σελεμιίζω
—
πολυβολητής
—
αιματοπυόρροια
—
ελλογιμότης
—
μετανεωτερικός
—
αιθάνιον
—
τσελιγγόπουλο
—
μουσκεμένος
—
δυσθυμία
—
υδρομιγής
—
ψαλτά
—
ξεσκουφώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве