Новогреческий словарь
ελβετικός
ελβετικός
швейцарский
;
~ τυρός — швейцарский сыр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
швейцарский
? —
ελβετικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελβετικός
? — швейцарский
#
(ново)греческий словарь
—
άσφαιρος
—
οπότε
—
αναμνηστικός
—
βαριοκέφαλος
—
προασφάλιση
—
μεσολαβητικός
—
ανακατανέμω
—
δακτύλιος
—
νεκρά
—
ψιλογραφία
—
γιγαντόσωμος
—
αναβοσβήνω
—
γηρατειά
—
αψιφιά
—
αναμορφώτρια
—
αλόγιστα
—
ανάγρσμμα
—
κτυποκάρδι
—
αχαμνόων
—
επινοητικός
—
κρυψώνας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве