|
ο парикмахер (чаще о дамских ) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парикмахер? — κομμωτής как с (ново)греческого переводится слово κομμωτής? — парикмахер — κατσαμάκι — αντίδερο — φύλακας — δροσιά — χειμέριος — αρκτοζέφυρος — πικέττο — ντοματόζουμο — χρυσικός — κοτρώνι — ζοριλίκι — τέμπερα — αστεροπληθής — συνεκφορά — ανυπακοή — χαλκοπυρίτης — κείμενος — συγκλίνων — αειμακάριστος — οχτωβριανός — κραταιότητα |
|||