|
η сейсмография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сейсмография? — σεισμογραφία как с (ново)греческого переводится слово σεισμογραφία? — сейсмография — λημώδης — στοιχείωμα — κλιματικός — γλυκοβαρώ — κυμαίνομαι — γράνα — ιστιοδέτης — καντήλα — απαθανατίζω — θανάτωση — κοντανάσασμα — εξώνηση — ολέτης — πλεονασματικός — φαινικό — επίκαυστος — αρχέγονος — υψίφωτον — οικότοπος — ξεπεσμένος — απαλοσίτι |
|||