|
брутто, общий (о весе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брутто? — μικτοβαρής как на (ново)греческом будет слово общий? — μικτοβαρής как с (ново)греческого переводится слово μικτοβαρής? — брутто, общий — κοράλινος — παράνομα — ακαπλάντιστος — παραμόνιμος — ταμιευτικός — εξασχιδής — ελεημονώ — πιάτσα — νομιμοποίητος — ανακηρτώνω — στροφόμετρο — διάπλους — κατακλινόμενος — ενταμώνω — πολυφάγος — ευκολία — λυγγιάζομαι — εκκαμίνευση — εγκολπίας — γαβαθώνω — προκόφτω |
|||