Новогреческий словарь
μικτοβαρής
μικτοβαρ|ής
брутто, общий
(о весе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
брутто
? —
μικτοβαρής
как на
(ново)греческом
будет слово
общий
? —
μικτοβαρής
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικτοβαρής
? — брутто, общий
#
(ново)греческий словарь
—
αψύχωτος
—
γλωσσίδι
—
ενόχλημα
—
δαιμονολατρεία
—
συνέπαθον
—
ασβέστη
—
πριονάκι
—
ορκωμοσία
—
πολύπλευρο
—
βαμβακοφυτείο
—
νάγια
—
ανεπίγνωστος
—
διαισθητισμός
—
κέκτημαι
—
καμβάς
—
χράμι
—
πιθανός
—
αντικαθρεφτίζω
—
δυσπιστία
—
καταχειροκροτάω
—
αποδομήσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω