|
η 1) тысяча; 2) мн.ч. много денег; === τά μισά τής ~ς είναι πεντακόσα — погов. [phrase]дважды два четыре[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тысяча? — χιλιάδα как на (ново)греческом будет слово много денег? — χιλιάδα как с (ново)греческого переводится слово χιλιάδα? — тысяча, много денег — μετασταθμεύω — αναγκαστικότητα — πανώγραμμα — απογειώνομαι — φωνογραφώ — ψυχρηλατώ — εστήθην — διαγωνίζομαι — ερωτοχτυπημένος — οκτακόσιοι — αμφίγνωμος — οξύφυλλος — λυτρωτής — πλινθοστρώνω — μαρμαράδικο — γουρουνόπετσος — ατέντωτος — συνδημότης — αλευραποθήκη — σύνωρα — γελωτοποιώ |
|||