Новогреческий словарь
δοντάς
δοντάς
ο 1)
зубастый
(человек);
2)
зубной техник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зубастый
? —
δοντάς
как на
(ново)греческом
будет слово
зубной техник
? —
δοντάς
как с
(ново)греческого
переводится слово
δοντάς
? — зубастый, зубной техник
#
(ново)греческий словарь
—
ντόμπρος
—
κοκκοφοίνικας
—
μαυρίζω
—
λησμονώ
—
γραμμίζω
—
μεταπουλώ
—
αλληλοδιάδοχος
—
αγελάς
—
κουρούπι
—
υποθήκευση
—
αυθυποταγή
—
αλετροπόδα
—
αρωματοποιία
—
μακροχρόνος
—
εισαγγελία
—
αναμιγνύομαι
—
δεινότητα
—
πάγκαλος
—
Μογγολία
—
θεατρολόγος
—
λιμενεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω