|
το кисловка (сорт яб.гока) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кисловка? — ξινόμηλο как с (ново)греческого переводится слово ξινόμηλο? — кисловка — σιροκολεβάντες — δερματολογία — ωφελιμίστρια — ούγια — σιγαλοπαπαδιά — απόκρια — αδελφοκτόνος — τριίστιος — γίγαρτον — συνδικαλιστικός — εσεβάσθην — μετέωρος — γραπωμένος — οσονούπω — κουπιά — αλεξαντρινός — ἐπικονίασις — κλονίζομαι — ασυμμάζευτος — διαξιφιστής — μετρικά |
|||