|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πονάκι? — — υπερπλήρης — αστοχιά — πτυχή — καταπτόηση — άπλυτος — ηδονή — επισπεύδω — γραιγουλίζει — κατασκηνώτρια — ελαφρούτσικος — βρεγματικό — απόσυρση — ελόγου μου — ασκάλιστος — χωρομετρικός — συμπυροβόληση — λιποβαρές — κλιματοθεραπεία — χαβούτσι — δασότοπος — οργανογενετικός |
|||