|
η геогр. шельф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шельф? — υφαλοκρηπίδα как с (ново)греческого переводится слово υφαλοκρηπίδα? — шельф — εδαφιαίος — ιστόρημα — πολύφυλλος — πλιατσικολόγημα — κυβερνητικός — ακκίζομαι — φουά-γκρά — μυταράς — δελφίνος — μουσκετάρω — ανενεργοποιώ — αγρολήπτης — υποκριτική — γουνάκι — εκσπώ — αναρρίπτω — καταπάτηση — σειράδιον — ανεμολόγος — διασπαθιστής — φαλίρισμα |
|||