|
η поэзия; η ~ις τού κόσμου — рел. сотворение мира #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поэзия? — ποίηση как с (ново)греческого переводится слово ποίηση? — поэзия — φουμαρία — ικανότητα — ανακεφαλαιώνω — ποινικότης — αποφασίζω — κωλοβάρεμα — τρήση — ενθουσιώ — ξύλημα — απόξερος — Ισπανίδα — ινάτι — εκγερμανισμός — γραμματική — γκαβός — ζευγολοτιό — διδασκάλισσα — μεταφέρομαι — φίλημα — ξεθαρρεύομαι — βωλοδέρνω |
|||